ξεκλωσώ

ξεκλωσώ
ξεκλώσησα, για πτηνά, παύω να κλωσώ, εγκαταλείπω το κλώσημα: Ξεκλώσησαν οι κότες μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκκολάπτω — εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ. 1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά. 2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”